- ροχθώ
- ῥοχθῶ, -έω, ΝΜΑ(για τα κύματα ή γενικά για το νερό) αναταράσσομαι με βουητό, πλαταγίζω (α. «ῥόχθει γὰρ μέγα κῡμα ποτὲ ξερὸν ἠπείροιο», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και τα συνώνυμα ῥόθος, ροῖ ζος, ῥοῖβδος). Για τη σχέση μεταξύ τού ρ. ῥοχθῶ (βλ. και λ. ρόχθος) και τού ὀρεχθῶ βλ. λ. ορεχθώ].
Dictionary of Greek. 2013.